παρακτίους

παρακτίους
παράκτιος
on the sea-side
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Φιλιππίνες — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία των Φιλιππινών Συντομευμένη ονομασία: Φιλιππίνες Εκταση: 300.000 τ.χλμ. Πληθυσμός: 84.525.639 (2002) Πρωτεύουσα: ΜανίλαΚράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Βρίσκεται ανατολικά του Βιετνάμ και βρέχεται από τη νότια Σινική …   Dictionary of Greek

  • Αμφιπρίων — (amphiprion). Γένος περκόμορφων ψαριών της οικογένειας των πομακεντριδών. Είναι γνωστά περίπου 12 είδη που ζουν στις θάλασσες του Ειρηνικού και του Ινδικού ωκεανού. Ονομάζονται επίσης και ψάρια ανεμώνες, γιατί συμβιούν με τις θαλάσσιες ανεμώνες.… …   Dictionary of Greek

  • ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… …   Dictionary of Greek

  • γύλος — (julis). Γένος τελεοστέων ψαριών της οικογένειας των λαβριδών. Το σώμα τους είναι μακρουλό, πεπιεσμένο στις πλευρές και καλύπτεται από λέπια μεσαίου μεγέθους. Το κεφάλι είναι γυμνό, αρκετά ισχυρό, το στόμα μικρό και έχει χοντρά σαγόνια… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κρίθμο — το (Α κρίθμον και κρῆθμον, τὸ και κρίθμος και κρήθμος και κρηθμός, ὁ) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σκιαδοφόρα και το οποίο απαντά σε παράκτιους γκρεμούς και βράχους, στην άμμο… …   Dictionary of Greek

  • ολοθουρία — (holothurius). θαλάσσιο εχινόδερμα της τάξης των ασπιδοχειρωτών της ομοταξίας των ολοθουροειδών. Με το κυλινδρικό σχήμα του σώματος και το ατρακτοειδές σχήμα των άκρων τους, πολλά είδη ο. ονομάζονται συνήθως αγγούρια της θάλασσας. Εξωτερικά, η ο …   Dictionary of Greek

  • πολυπλακοφόρα — (polyplacophora). Μαλάκια αμφίνευρα με σώμα συμμετρικό, ωοειδές και πλατύ. Λέγονται και πλακοφόρα. Το βασικό χαρακτηριστικό τους είναι το όστρακο της ράχης τους, που αποτελείται από μια σειρά ασβεστολιθικές πλάκες, ενωμένες χαλαρά μεταξύ τους,… …   Dictionary of Greek

  • σκαλίδρα — η, Ν ζωολ. γενική κοινή ονομασία τών παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών τών γενών calidris και limicola, που απαντούν σε παράκτιους, συνήθως, υγροτόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σκαλίδρις*] …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”